γαλακτοκόμος
From LSJ
English (LSJ)
Spanish (DGE)
ποιμήν Hsch.
German (Pape)
[Seite 471] ὁ, Milchwärter, Hirt, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
γαλακτοκόμος: ὁ ποιμήν, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ο
ειδικός τεχνίτης ή επιστήμονας που ασχολείται με τη γαλακτοκομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα (-κτος) + -κομος < αρχ. κομώ «φροντίζω»].