γαλατώνω

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source

Greek Monolingual

1. (για τους μαστούς) γεμίζω με γάλα («αρχινάει να γαλατώνει η γίδα»)
2. (για τα σιτηρά πριν από την ωρίμανση) αποκτώ γαλακτώδη σύσταση («γαλάτωσαν τα στάχυα»)
3. ασβεστώνω, ασπρίζω.