γαλατώνω

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

1. (για τους μαστούς) γεμίζω με γάλα («αρχινάει να γαλατώνει η γίδα»)
2. (για τα σιτηρά πριν από την ωρίμανση) αποκτώ γαλακτώδη σύσταση («γαλάτωσαν τα στάχυα»)
3. ασβεστώνω, ασπρίζω.