γαλλαρίας

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

German (Pape)

[Seite 472] ὁ, ein Meerfisch, Hesych. Bei Ath. VII, 315 f γελλαρίας.

Spanish (DGE)

v. καλλαρίας.

Frisk Etymological English

γαλλερίας See also: s. καλλαρίας