γαστραγγειακός

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό- αυτός που έχει σχέση με το πεπτικό και το αγγειακό σύστημα.