γαστρορραφία
From LSJ
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
English (LSJ)
ἡ, (ῥάπτω) sewing up of a belly-wound, Scrib. Larg.206, Gal.10.416, Antyll. ap. Orib.44.23.46.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
cirug. sutura de una incisión en el vientre Scrib.Larg.206, Gal.10.416, 14.781, Antyll. en Orib.44.20.46, Paul.Aeg.6.52, Hippiatr.71.1.
Greek (Liddell-Scott)
γαστρορραφία: ἡ, (ῥάπτω) τὸ συρράψαι πληγὴν τῆς κοιλίας, Γαλην., Ὀρειβάσ. σ. 22 Mai.
Greek Monolingual
η (Α γαστρορραφία)
συρραφή τραύματος τών τοιχωμάτων του στομάχου.
German (Pape)
ἡ, das Zunähen des Bauches, bei Wunden, Medic.