Full diacritics: γεραόχος | Medium diacritics: γεραόχος | Low diacritics: γεραόχος | Capitals: ΓΕΡΑΟΧΟΣ |
Transliteration A: geraóchos | Transliteration B: geraochos | Transliteration C: geraochos | Beta Code: gerao/xos |
γεραόχον, holder of privilege, Glossaria on ἀγέρωχος, Sch.Il.10.430.
-ον
arrogante, gallardo γεραόχων, σεμνῶν καὶ ἐντίμων Sch.Er.Il.10.430.
γεραόχος, -ον (Μ)
αυτός που κατέχει τιμητικά προνόμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γέρας + -οχος < έχω].