γεφυρουργία

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεφῡρουργία Medium diacritics: γεφυρουργία Low diacritics: γεφυρουργία Capitals: ΓΕΦΥΡΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: gephyrourgía Transliteration B: gephyrourgia Transliteration C: gefyrourgia Beta Code: gefurourgi/a

English (LSJ)

ἡ, bridge-making, Tz.H.1.931.

Spanish (DGE)

(γεφῡρουργία) -ας, ἡ construcción de puentes Tz.H.1.934.

Greek (Liddell-Scott)

γεφῡρουργία: ἡ, (*ἔργω) ἡ κατασκευὴ γεφυρῶν, Τζέτζ. Ἱστ. 1. 931.

Greek Monolingual

γεφυρουργία, η (Μ)
η κατασκευή γεφυρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γέφυρα + -ουργία < -ουργός < έργον].