γεωκεντρικός

From LSJ

τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στη γη ως κέντρο του κόσμου
2. φρ. «γεωκεντρικό σύστημα» — το σύστημα που θεωρεί τη γη ως κέντρο του σύμπαντος.