γεύστης
From LSJ
Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an
English (LSJ)
γεύστου, ὁ, taster, CIG2214.8 (Chios).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ degustador Gr.Naz.M.47.659.
German (Pape)
[Seite 487] ὁ, der Kostende, Inscr. 2 p. 201, 8.
Greek (Liddell-Scott)
γεύστης: -ου, ὁ, ὁ γευόμενος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2214. 8.
Greek Monolingual
γεύστης, ο (Α) γεύομαι
αυτός που γεύεται ή δοκιμάζει κάτι, ο δοκιμαστής.