γλακτοφόρος
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English (LSJ)
γλακτοφόρον, milk-producing, prob. in Marc.Sid.100.
Spanish (DGE)
-ον
que da leche τιθῆναι Marc.Sid.100, cf. γαλακτοφόρος.