γλαυκώψ
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
English (LSJ)
ῶπος, ὁ, ἡ, = γλαυκῶπις, δράκοντες Pi.O.6.45; ὄφις Id.P.4.249; Προνοίη Euph.2.
Spanish (DGE)
-ῶπος, ὁ, ἡ
de ojos centelleantes o aspecto brillante δράκοντες Pi.O.6.45, cf. Eust.86.35, ὄφις Pi.P.4.249, Προνοίη Euph.2, Iul.Or.11.141b, Eust.83.44.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλαυκώψ -ῶπος γλαυκός, ὤψ] met grijsgroene ogen (van slangen). Pind.
German (Pape)
ῶπος, = γλαυκῶπις, ὄφεις, δράκοντες, Pind. P. 4.249, Ol. 6.45; Athene Orph. H. 13.14.
Russian (Dvoretsky)
γλαυκώψ: ῶπος adj. Pind. = γλαυκῶπις.
Greek (Liddell-Scott)
γλαυκώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ = γλαυκῶπις, Πίνδ. Ο. 6. 76, ΙΙ. 4. 443.
English (Slater)
γλαυκώψ
1 with blue-grey eyes ? (cf. Leu mann, Hom. Wörter, 152) δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν ἐθρέψαντο δράκοντες (O. 6.45) κτεῖνε μὲν γλαυκῶπα τέχναις ποικιλόνωτον ὄφιν (P. 4.249)
Greek Monolingual
γλαυκώψ (-ῶπος), ο, η (Α)
ο γλαυκωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός + ωψ, ωπός «μάτι»].
Greek Monotonic
γλαυκώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ = γλαυκῶπις, σε Πίνδ.