γλιστερός
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
-ή, -ό
1. ολισθηρός («γλιστερό πάτωμα»)
2. επικίνδυνος
3. λείος («γλιστερό σανίδι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλιστρ-ερός (με ανομοίωση) < γλίστρα < γλιστρώ].