γλυκαντικός
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
English (LSJ)
γλυκαντική, γλυκαντικόν, of or for sweetening, Ocell.1.9. Adv. γλυκαντικῶς S.E.M.7.344; γ. διατίθεσθαι ib.367.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 edulcorante μέλι Ocell.11.
2 adv. -ῶς con una sensación de dulzor γ. κινεῖσθαι S.E.M.7.344, op. πικραντικῶς: γ. διατίθεσθαι S.E.M.7.367.
Greek (Liddell-Scott)
γλῠκαντικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς γλύκανσιν, Ὄκελλ. σ. 510.- Ἐπίρρ.–κῶς Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7, 344.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α γλυκαντικός, -ή, -όν) γλυκαίνω
1. ο κατάλληλος για γλύκανση, αυτός που παρέχει το αίσθημα του γλυκού
νεοελλ.
1. ο καταπραϋντικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γλυκαντικά
φυσικές ή τεχνητές ουσίες που προστίθενται σε άλλες για να τίς γλυκάνουν.
German (Pape)
versüßend, Oceli. Luc. und Sp.