γλωσσολαλία

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source

Greek Monolingual

η (AM γλωσσολαλία)
το να μιλάει κανείς πολλές γλώσσες, η γλωσσομάθεια
(αρχ.- μσν.) το χάρισμα με θεϊκή επιφοίτηση να μιλά κανείς ξένες γλώσσες χωρίς να τίς έχει διδαχθεί.