γλωσσοτρώγω

From LSJ

ταῦτα δηλώσω αὐτός τε νοσήσας καὶ αὐτὸς ἰδὼν ἄλλους πάσχοντας → I shall describe those symptoms, since I myself had the disease and witnessed as well what others were suffering

Source

Greek Monolingual

και -τρώω
1. μιλώ συνεχώς με φθόνο και κακία για τις επιτυχίες κάποιου
2. βασκαίνω κάποιον
3. συκοφαντώ.