γνωρίμως
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
French (Bailly abrégé)
adv.
1 intelligiblement;
2 familièrement.
Étymologie: γνώριμος.
Greek Monolingual
επίρρ.
βλ. γνώριμος.
Russian (Dvoretsky)
γνωρίμως:
1 понятно, доступно, ясно (αἰνίσσεσθαι Eur.; λέγειν и λεχθῆναι Arst.; ἁπλῶς καὶ πᾶσι γ. γεγράφθαι Dem.);
2 в знакомстве: γ. ἔχειν τινί Dem. быть знакомым с кем-л.
English (Woodhouse)
(see also: γνώριμος) intelligibly