κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
-λού και -λίδισσα, -λίδικοαυτός που φέρνει γούρι, ευοίωνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. uğurlu].