γουρλής

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monolingual

-λού και -λίδισσα, -λίδικο
αυτός που φέρνει γούρι, ευοίωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. uğurlu].