γουφάριον

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

γοφάρι και γουφάρι και γκιφάρι, το (Μ γομφάριον και γουφάριον)
ονομασία του ψαριού αμία ή τεμνόδους ο πηδητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικός τ. του αρχ. γόμφος.