Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron
η1. κοίλωμα γης ή βράχου, λάκκος2. περιοχή χαμηλότερη από τις γύρω περιοχές3. αργαλειός.[ΕΤΥΜΟΛ. < γύβη < κύβη «κεφάλι» με αφομοίωση (σε γ-) του άηχου (κ-) προς το ακολουθούν ηχηρό (-β-)κατ' άλλους, ο τ. γούβα < (αλβ.) guve].