γούβα

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816

Greek Monolingual

η
1. κοίλωμα γης ή βράχου, λάκκος
2. περιοχή χαμηλότερη από τις γύρω περιοχές
3. αργαλειός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γύβη < κύβη «κεφάλι» με αφομοίωση (σε γ-) του άηχου (κ-) προς το ακολουθούν ηχηρό (-β-)
κατ' άλλους, ο τ. γούβα < (αλβ.) guve].