κύβη

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύβη Medium diacritics: κύβη Low diacritics: κύβη Capitals: ΚΥΒΗ
Transliteration A: kýbē Transliteration B: kybē Transliteration C: kyvi Beta Code: ku/bh

English (LSJ)

ἡ, head, only as etym. of κυβιστάω, EM543.22; cf. κύμβη (B).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
tête.
Étymologie: DELG cf. κοττίς, κύβος.

German (Pape)

ἡ, mit κύπτω verwandt, der Kopf, EM. 543.22, vgl. κύβηβος, κύμβαχος und ä.

Russian (Dvoretsky)

κύβη: ἡ голова.

Greek (Liddell-Scott)

κύβη: ἡ, ἡ κεφαλή· εὕρηται μόνον παρὰ Γραμμ. ὡς ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 543. 22 (ἔνθα φέρεται κύμβη, αὐτόθι 545, 27, Εὐστ. 584. 17), ὡς ἡ ῥίζα τῶν λ. κύβδα, κοβιστάω, κύβηβος, κύμβαχος, κύπτω, κυφός, κτλ.· πρβλ. κέβλη = κεφαλή.

Greek Monolingual

κύβη, ἡ (Α)
η κεφαλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται με τους τ. κύβηβος, κυβηβῶ, κυβητίζω, κυβήσινδα].