γρασωνία
From LSJ
δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο → intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots
English (LSJ)
ἡ, = γράσος, Archig. ap. Aët.8.7 (pl.).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
olor a macho cabrío πρὸς τὰς τοῦ παντὸς σώματος δυσωδίας καὶ τὰς καλουμένας γρασωνίας Archig. en Aët.8.7.