γραφολεκτική

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source

Greek Monolingual

η
μέθοδος διδασκαλίας τών πρώτων γραμμάτων με τη γραφή και τον λόγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γραφή + λεκτική (πρβλ. λεκτικός). Η λ. μαρτυρείται το 1880 από τον Περ. Παπαδόπουλο στο περιοδικό σύγγραμμα Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κων / πόλεως].