γρηγορεύω

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

English (Strong)

from ἐγείρω; to keep awake, i.e. watch (literally or figuratively): be vigilant, wake, (be) watch(-ful).

Greek Monolingual

και γληγορεύω
1. επιταχύνω κάτι
2. αναπτύσσω ταχύτητα, σπεύδω.