γυμνόνωτος

From LSJ

ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει γυμνά ή ακάλυπτα νώτα
2. το αρσ. ως ουσ. μεγάλος τελεόστεος ιχθύς του γλυκού νερού της τροπικής Αμερικής με ισχυρά ηλεκτρικά όργανα, ηλεκτροφόρο χέλι.