δάμναμι

From LSJ

Καρπὸς γὰρ ἀρετῆς ἐστιν εὔτακτος βίος → Composita recte vita frux virtutis est → Ein wohlgeordnet Leben ist der Tugend Frucht

Menander, Monostichoi, 298

English (Slater)

δάμναμι v. δαμάζω. [κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει. (v. l. δάμναται unde δάπτει δάμναται δὲ coni. Valkenaer.) fr. 222. 2.]