δάνειος

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source

Greek Monolingual

ο (AM δάνειος, -ον)
1. ο δανεικός, με επιστροφή
2. ξένος τον οποίο παρουσιάζει κάποιος ως δικό του
νεοελλ.
(γλωσσολ.) «δάνεια γλωσσικά στοιχεία» — όσα έχουν ληφθεί από ξένες γλώσσες.