δέξο
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
English (LSJ)
v. δέχομαι.
French (Bailly abrégé)
impér. pf. ou impér. ao. sync. poét. de δέχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δέξο athem. imperat. aor. 2 sing. van δέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
δέξο: imper. aor. или pf. к δέχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
δέξο: προστακτικὴ τοῦ συγκεκομ. ἀορ. τοῦ δέχομαι, Ἰλ. Τ. 10.
English (Autenrieth)
see δέχομαι.
Greek Monotonic
δέξο: προστ. Επικ. αόρ. βʹ του δέχομαι.