δίδακτρο

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source

Greek Monolingual

το
συνεκδ. στον πληθ. τα δίδακτραδίδακτρον) διδάσκω
η πληρωμή για τη διδασκαλία.