δίδωθι

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. prés. impér. épq. de δίδωμι.