δίμιτος
English (LSJ)
δίμιτον, of double thread, καυσία Eust.393.4.
Spanish (DGE)
-ον
de doble hebra χλαῖνα Sch.Er.Il.3.126b, cf. Eust.393.4, Gloss.3.322.
German (Pape)
[Seite 631] doppelfädig, zweidrähtig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δίμῐτος: -ον, ἐκ δύο μίτων, «κλωστῶν» ὑφασμένος· ― οὐσιαστ. δίμιτος, ἡ, ὕφασμα τοιοῦτον, Εὐστ. 393. 4.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ δίμιτος, -ον)
1. (για ύφασμα) αυτό που υφαίνεται με δύο μίτους, κλωστές
2. φρ. «δίμιτη περιέλιξη», «δίμιτη συνδεσμολογία» — διάταξη με δύο μεμονωμένα, παράλληλα σύρματα που διαρρέονται από διαφορετικό ρεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + μίτος «νήμα»].