περιέλιξη
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
Greek Monolingual
η / περιέλιξις, -ίξεως, ΝΜΑ περιελίσσω
περιτύλιξη, τύλιγμα γύρω από κάτι
νεοελλ.
1. (ηλεκτρολ.) χαρακτηρισμός του τρόπου με τον οποίο ένας αγωγός περιτυλίσσεται για τη διαμόρφωση σπείρας
2. ναυτ. η εργασία κατά την οποία χοντρό σχοινί τυλίγεται με σύστροφο σε κανονικές και πυκνές στροφές
αρχ.
(για επιδέσμους) η τοποθέτηση με πολλές στροφές.