συνδεσμολογία

From LSJ

πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. ανατ. ιατρικός τομέας με αντικείμενο την έρευνα και σπουδή τών συνδέσμων, τών αρθρώσεων και τών παθήσεών τους
2. (ηλεκτρολ.-ηλεκτρον.) α) τρόπος σύνδεσης τών μερών μιας ηλεκτρικής-ηλεκτρονικής συσκευής ή τών συστατικών ενός ηλεκτρικού κυκλώματος έτσι ώστε τα μέρη να συγκροτήσουν ενιαίο σύνολο
β) (κατ' επέκτ.) το σύνολο τών παραπάνω συνδέσεων
3. φρ. α) «συνδεσμολογία εν παραλλήλῳ» ή «παράλληλη συνδεσμολογία»
(ηλεκτρολ.-ηλεκτρον.) τρόπος σύνδεσης τών συστατικών ενός ηλεκτρικού κυκλώματος κατά τον οποίο η αρχή κάθε συστατικού να συνδέεται με τον θετικό πόλο της ηλεκτρικής πηγής και το τέλος του με τον αρνητικό πόλο της πηγής, σύνδεσης κατά την οποία η τάση στα άκρα του κυκλώματος είναι πάντοτε η ίδια, ενώ τα ρεύματα που διαρρέουν τους κλάδους του είναι συνήθως διαφορετικά
β) «συνδεσμολογία εν σειρᾴ»
(ηλεκτρολ.-ηλεκτρον.) τρόπος σύνδεσης τών συστατικών ενός κυκλώματος έτσι ώστε το πέρας του ενός συστατικού να είναι αρχή του επόμενου και αρχή του κυκλώματος να είναι η αρχή του πρώτου συστατικού ενώ πέρας του το πέρας του τελευταίου, σύνδεσης κατά την οποία το ηλεκτρικό ρεύμα διαρρέει διαδοχικά όλα τα συστατικά του κυκλώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνδεσμος + -λογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].