δακρυοειδής

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source

Greek Monolingual

-ές
1. όποιος μοιάζει στο σχήμα με δάκρυ
2. (το ουδ. πληθ.) δακρυοειδή
κατηγορία σπερμάτων, όπως της αχλαδιάς, που μοιάζουν με το δάκρυ.