δακρύρροια

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακρύρροια Medium diacritics: δακρύρροια Low diacritics: δακρύρροια Capitals: ΔΑΚΡΥΡΡΟΙΑ
Transliteration A: dakrýrroia Transliteration B: dakryrroia Transliteration C: dakryrroia Beta Code: dakru/rroia

English (LSJ)

ἡ, shedding of tears, Ps.-Callisth.3.3, Sch.E.Or.788.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
derramamiento de lágrimas Philum.Ven.28.3, Ael.Prom.56.17, Sch.E.Or.788, τοῦ ἵππου Ps.Callisth.442.14Γ.

Greek (Liddell-Scott)

δακρύρροια: ἡ, τὸ χέειν δάκρυα, Ψευδοκαλλισθ. 3, 3, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 788.

Greek Monolingual

και δακρυόρροια, η (AM δακρύρροια) δακρύρροος
η ροή δακρύων από τα μάτια, το κλάμα
νεοελλ.
παθολογική, άφθονη ή ακατάσχετη εκροή δακρύων.