δακτυλοβάμων

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

Greek Monolingual

(-ονος), -ον
1. όποιος βαδίζει στα δάχτυλα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) δακτυλοβάμονα
κατηγορία θηλαστικών τα οποία βαδίζουν στηριζόμενα στα δάκτυλα (αίλουρος, σκύλος κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + βάμων < βαίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμίλιο Νοννότη («δακτυλοβάμονα ζώα»)].