δαμασκί
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
και διμισκί, το
1. (για χρώμα) το δαμασκηνί
2. φρ. «δαμασκί σπαθί» — σπαθί κατασκευασμένο από δαμασκηνό χάλυβα και διακοσμημένο με δαμασκήνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαμασκί < Δαμασκός, ονομασία της πρωτεύουσας της Συρίας, ενώ ο τ. διμισκί < τουρκ. dimichqy].