δαυλιάζω

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monolingual

1. μετακινώ τα δαυλιά για να αναζωπυρωθεί η φωτιά, συνδαυλίζω
2. καίω, μετατρέπω σε δαυλό («φωτιά να σε δαυλιάσει»).