δαυλιάζω

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

1. μετακινώ τα δαυλιά για να αναζωπυρωθεί η φωτιά, συνδαυλίζω
2. καίω, μετατρέπω σε δαυλό («φωτιά να σε δαυλιάσει»).