Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δαυλιάζω

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523

Greek Monolingual

1. μετακινώ τα δαυλιά για να αναζωπυρωθεί η φωτιά, συνδαυλίζω
2. καίω, μετατρέπω σε δαυλό («φωτιά να σε δαυλιάσει»).