ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
1. μετακινώ τα δαυλιά για να αναζωπυρωθεί η φωτιά, συνδαυλίζω2. καίω, μετατρέπω σε δαυλό («φωτιά να σε δαυλιάσει»).