δαῖσις
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
-εως, ἡ, division of property, Leg.Gort.4.25, 5.47.
Spanish (DGE)
-ιος, ἡ
jur. partición de una propiedad τōν κρɛ̄μάτον ICr.4.72.4.25, cf. 5.47 (Gortina V a.C.).
Greek (Liddell-Scott)
δαῖσις: ἡ, διανομή, Ἐπιγρ. Γόρτυν. Κρήτης IV 25, V 47.
Greek Monolingual
δαῖσις (-εως), η (Α)
διανομή περιουσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίομαι (βλ. δαίω ΙΙ)].