ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
v. διαιτάω.
δεδιῄτηκα: pf. к διαιτάω I, II.
δεδιῄτηκα indic. perf. act. van διαιτάω.