δεικτηριάς

From LSJ

τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεικτηριάς Medium diacritics: δεικτηριάς Low diacritics: δεικτηριάς Capitals: ΔΕΙΚΤΗΡΙΑΣ
Transliteration A: deiktēriás Transliteration B: deiktērias Transliteration C: deiktirias Beta Code: deikthria/s

English (LSJ)

δεικτηριάδος, ἡ, = Lat. mima, Plb.14.11.4.

Spanish (DGE)

-άδος, ἡ actriz de mimo Plb.14.11.4.

German (Pape)

[Seite 536] άδος, ἡ, Komödiantin, herumziehende, gemeine Schauspielerin, Pol. bei Ath. XIII, 576 f.

Russian (Dvoretsky)

δεικτηριάς: άδος ἡ мимическая актриса Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

δεικτηριάς: -άδος, ἡ, γυνὴ μῖμος, Λατ. mima, Πολύβ. 14. 11, 4, Ἀθήν. 13, 576· πρβλ. δεικηλιστής.

Greek Monolingual

δεικτηριάς, η (Α) δεικτήριον
γυναίκα μίμος, ηθοποιός.