οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen
δειλοκοπῶ (-έω) (Α)εξαπατώ ή τρομοκρατώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < δειλός + -κοπώ < -κοπος < κόπτω (πρβλ. δοξοκοπώ, σεμνοκοπώ)].