δοξοκοπώ

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source

Greek Monolingual

δοξοκοπῶ (-έω) (Α)
1. επιδιώκω πεισματικά φήμη, δόξα
2. κάνω εντύπωση με επίδειξη.