δειπνοποιΐα
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, preparing or taking dinner, D.S.17.37.
German (Pape)
[Seite 541] ἡ, Zubereitung der Mahlzeit, D. Sic. 17, 37.
Greek (Liddell-Scott)
δειπνοποιΐα: ἡ, παρασκευὴ ἢ λήψις τοῦ δείπνου, Διόδ. 17. 37.
Russian (Dvoretsky)
δειπνοποιΐα: ἡ приготовление обеда Diod.