δεκάλεπτος

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει διάρκεια δέκα πρώτων λεπτών της ώρας («δεκάλεπτο διάλειμμα»)
2. αυτός που έχει αξία δέκα λεπτών της δραχμής («δεκάλεπτο χαρτόσημο»)
3. το ουδ. ως ουσ. το δεκάλεπτο
α) παλιότερο μετάλλινο νόμισμα με αξία δέκα λεπτών, δέκα εκατοστών της δραχμής, η δεκάρα
β) χρονικό διάστημα δέκα πρώτων λεπτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + λεπτόν. Το ουδέτερο δεκάλεπτον μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].