το
1. ποσότητα δέκα ομοειδών πραγμάτων, δεκάδα («ένα δεκάρι χαρτοφάκελα»)
2. νόμισμα δεκάδραχμο, το δεκάρικο
3. το παιγνιόχαρτο που έχει δέκα έγχρωμα σήματα («δεκάρι καρό, κούπα σπαθί, μπαστούνι», «ρίξε ένα δεκάρι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + (κατάληξη) -αρι].