δεκάτευμα
From LSJ
English (LSJ)
[κᾰ], ατος, τό, tenth, tithe, Call.Epigr.40 (pl.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
diezmo, décima parte τὰ δῶρα ... εἵσατο τῶν κερδέων δεκατεύματα Call.Epigr.39.6, ῥιπίδα ... θῆκε ... ἐξ εὐνῆς δ. AP 6.290 (Diosc.).
German (Pape)
[Seite 543] τό, der Zehend, Callim. 20 (XIII, 25); ἐξ εὐνῆς Diosc. 12 (VI, 290).
Russian (Dvoretsky)
δεκάτευμα: ατος τό десятая часть, десятина Anth.
Greek (Liddell-Scott)
δεκάτευμα: τό, δέκατον, ἡ δεκάτη, Καλλ. Ἐπ. 40.
Greek Monolingual
και δεκάτεμα και δεκάτισμα, το (AM δεκάτευμα) δεκατεύω
η δεκάτη, το ένα δέκατο κάποιου ποσού.