δεκαχή

From LSJ

φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth

Source

Greek Monolingual

δεκαχῇ επίρρ. (Α)
σε δέκα τμήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + (ουρανικό πρόσφυμα) -αχ- (πρβλ. αλλ-αχ-όθεν, αλλ-αχ-ού, αλλ-αχ-ή) + (επίρρ. κατάλ.) -ή (και -)].