δενδρόεις

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

(-εντός), -εσσα, -εν
γεμάτος δένδρα («εἰς τὰς κορυφὰς τοῦ Κερκετέως δενδρόεντος ἐχόρευον αἱ τέχναι», Κάλβου, Ωδαί).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + (επίθημα) -οεις (πρβλ. δακρυόεις)].