δεντρογαλιά
From LSJ
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
Greek Monolingual
και δενδρογαλή, η
1. ονομασία διαφόρων ανιοβόλων φιδιών
2. δενδρογαλή
μικρό εντομοφάγο Θηλαστικό της ινδομαλαισιανής περιοχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δενδρογαλή < δένδρον + γαλή «γάτα»].