δεντρογαλιά

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

Greek Monolingual

και δενδρογαλή, η
1. ονομασία διαφόρων ανιοβόλων φιδιών
2. δενδρογαλή
μικρό εντομοφάγο Θηλαστικό της ινδομαλαισιανής περιοχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δενδρογαλή < δένδρον + γαλή «γάτα»].