γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
η1. ψείρα που βρίσκεται στα δένδρα και γενικά στα φυτά2. το Έντομο αφίς.