δεντρόψειρα

From LSJ

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427

Greek Monolingual

η
1. ψείρα που βρίσκεται στα δένδρα και γενικά στα φυτά
2. το Έντομο αφίς.