δεντρόψειρα

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

Greek Monolingual

η
1. ψείρα που βρίσκεται στα δένδρα και γενικά στα φυτά
2. το Έντομο αφίς.